Την Ιστορία μας
Η ιστορία της κωμόπολης έχει την ίδια διάρκεια που έχει και ο Ελληνισμός στην Κύπρο.
Αναζητώντας τις αρχές της ύπαρξής της, φτάνει κανείς στους πρώτους Έλληνες που έφτασαν στην Κύπρο, περισσότερο από 3.000 χρόνια πριν και εγκαθίδρυσαν τα πρώτα ελληνικά βασίλεια στο νησί.
Ανάμεσα στα αρχαία εκείνα βασίλεια ήταν ως γνωστό και το Βασίλειο των Γόλγων.
Ο Θεόκριτος, ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. αναφέρεται στους Γόλγους λέγοντας πως είναι πόλη της Κύπρου που πήρε το όνομα της από το Γόλγο, γιο του Άδωνη και της Αφροδίτης. Οι Γόλγοι έγιναν πανελλήνια γνωστοί από τη λατρεία της Αφροδίτης που τιμόταν εκεί πριν ακόμα εισαχθεί η λατρεία της στην Πάφο.
Η σημερινή Αθηένου, λίγο νοτιότερα από τους αρχαίους Γόλγους, φαίνεται να έχει το όνομα αυτό από τους πρώτους χρόνους της Φραγκοκρατίας, χωρίς ωστόσο να ‘ναι ξεκάθαρο από πού προήλθε αυτό.
Πολλοί υποστηρίζουν πως το όνομα Αθηένου προήλθε από την λέξη «άττα» ή «άθθα» που σημαίνει μεγάλη πέτρα και πως δήλωνε έτσι το πετρώδες έδαφος στην περιοχή του χωριού.
Άλλοι υποστηρίζουν πως το όνομα δόθηκε στο χωριό από μερικούς κατοίκους των Αθηνών που ήλθαν και κατοίκησαν στην περιοχή, για να θυμούνται την πόλη της καταγωγής τους.
Άλλοι ανάγουν το όνομα σε κάποιο Λουζινιανό που ονομαζόταν Ετιέν ο οποίος είχε τσιφλίκι στην περιοχή κι έλεγαν «πάμε στου Ετιένου». Σιγά – σιγά αυτό έγινε «στην Αθηένου».
Είναι γεγονός πως ο Λεόντιος Μαχαιράς ήδη από τον 13ο αιώνα αναφέρεται στην Αθηένου με το γνωστό σ’ εμάς όνομά του. Γράφοντας για τους αγίους της Κύπρου, ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει: « ………… ο Άγιος Φώτιος πλησίον της Αθηένου….».
Η Αθηένου, χάρη στην εργατικότητα των κατοίκων της και την εφευρετικότητά τους στους τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας έγινε πολύ γρήγορα κέντρο ολόκληρης της περιοχής, η οποία φημιζόταν για την ευημερία και προοδευτικότητά της. Ο Luigi Palma di Cesnola, έγραφε το 1870: «Η Αθηένου είναι αρκετά μεγάλο χωριό και έχει αξιώσεις να ονομάζεται πόλη. Τα περισσότερα σπίτια της είναι κτισμένα από πέτρα κι επειδή είναι βαμμένα λευκά απ’ έξω, έχουν εμφάνιση καθαριότητας που δε διαψεύδεται όταν μπαίνει κανείς μέσα στο χωριό. Αυτό φανερώνει τον σχετικό πλούτο των ιδιοκτητών».
Από τις αρχές του 20ου αιώνα η Αθηένου αναπτύχθηκε σημαντικά και θα μπορούσε να λεχθεί πως αποτελούσε ουσιαστικά μία από τις δύο αγροτικές πρωτεύουσες της Μεσαορίας.
Ο αγροτικός συνδικαλισμός έχει τις ρίζες του στην κοινότητα, ενώ ο δυναμισμός της τοπικής οικονομίας στηριζόταν στην ραγδαία ανάπτυξη διαφόρων παραγωγικών τομέων, όπως της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της χειροτεχνίας και του εμπορίου.
Και σήμερα ακόμα, περιτριγυρισμένη από τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής, με το 65% περίπου της γης της (65.000 στρέμματα) να’ ναι κατεχόμενο, η Αθηένου δεν έπαυσε να παίζει σπουδαίο ρόλο στα οικονομικά και πολιτιστικά πράγματα της Κύπρου.
Μη έχοντας τώρα ιδιόκτητη γη, οι Αθηενίτες ενοικιάζουν χωράφια σ’ ολόκληρη την Κύπρο, ξαπλώνοντας έτσι τη φήμη τους ως ειδικών στη γεωργία σ’ όλη την πατρίδα μας και παράγουν το 10% περίπου της παγκύπριας παραγωγής σιτηρών.
Η κτηνοτροφία αναπτύχθηκε θεαματικά μετά την εισβολή και σήμερα στην Αθηένου συγκεντρώνεται στο 45% της παγκύπριας κτηνοτροφίας.
Οι πολλοί φούρνοι με τα ξακουστά Αθηενίτικα ψωμιά τροφοδοτούν ολόκληρη την Κύπρο ακόμα και το εξωτερικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πολλά τυροκομεία της.
Επίσης, στον πολιτιστικό τομέα η Αθηένου είχε πρωτοστατήσει. Το πρώτο κοινοτικό σχολείο κτίστηκε το 1865, ενώ το 1873 κτίστηκαν τα σχολεία μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας, ως δωρεά του Μιχαήλ Γεωργίου, Αθηενίτη που έζησε για πολλά χρόνια στην Αφρική, κτίστηκε νέο Δημοτικό Σχολείο, το οποίο, μέχρι πρόσφατα στέγαζε το Γυμνάσιο Αθηένου.
Αμέσως μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου κτίστηκε το σημερινό κτίριο των Δημοτικών Σχολείων που αναμένεται όπως αντικατασταθεί με νέο κτιριακό συγκρότημα το 2011.
Η ευσέβεια και η προσήλωση των κατοίκων προς τη θρησκεία μαρτυριέται από τις πέντε εκκλησίες της κοινότητας.
Η πρώτη εκκλησία της Παναγίας κτίστηκε το 1711 και φαίνεται ότι κτίστηκε στον τόπο άλλης αρχαιότερης αφού σώζονται εικόνες αρχαιότερες της εκκλησίας.
Οι εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Φωκά κτίστηκαν την ίδια εποχή, στη δεκαετία 1870 – 1880, ενώ η νεότερη εκκλησία της Παναγίας Χρυσελεούσας θεμελιώθηκε το 1947 και λειτούργησε το 1959.
Ο Δήμος Αθηένου σήμερα έχει πληθυσμό περίπου 7.000 κατοίκους.
Ιστορικό Δημαρχείου
Δήμαρχοι
Γενικά περί Αθηένου
Η κωμόπολη της Αθηαίνου βρίσκεται στα νότια της πεδιάδας της Μεσαριάς.(σημείωση 1)Επί τουρκοκρατίας ήταν οδικός κόμβος στο μέσο περίπου του δρόμου που ένωνε το λιμάνι της Λάρνακας με την πρωτεύουσα Λευκωσία. Αξιοποιώντας την πλεονεκτική αυτή θέση πολλοί Αθηαινίτες επιδόθηκαν στο επικερδές επάγγελμα του κιρατζή (αγωγιάτη, μουλάρη) μεταφέροντας με τις μούλες τους ανθρώπους και εμπορεύματα όχι μόνο στις προαναφερθείσες πόλεις αλλά και σε διάφορα άλλα μέρη της Κύπρου. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1571 – 1878) οι περισσότεροι Ευρωπαίοι που ταξίδεψαν στην Κύπρο και έγραψαν γι’ αυτή χρησιμοποίησαν Αθηαινίτες κιρατζήδες κατά τις περιηγήσεις τους στο νησί. Οι κιρατζήδες συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό στην ανάπτυξη της Αθηαίνου.
Επί αγγλοκρατίας (1878 – 1960) η Αθηαίνου έχασε την προνομιούχα αυτή θέση, επειδή η Λευκωσία και η Λάρνακα συνδέθηκαν με νέο δρόμο, που περνούσε από το Πυρόι και την Κόσιη. Ένας δευτερεύων δρόμος ένωνε την Αθηαίνου με τον δρόμο Λευκωσίας – Λάρνακας σε σημείο κοντά στο Πυρόι. Μέσω Πυρογιού η απόσταση Αθηαίνου – Λευκωσία ήταν 13 μίλια (21 χιλιόμετρα) και Αθηαίνου – Λάρνακα 16 μίλια (26 χιλιόμετρα). Μετά την κατάληψη του Πυρογιού από τα τουρκικά στρατεύματα τον Αύγουστο του 1974 η Αθηαίνου συγκοινωνούσε με την Λευκωσία με νέο δρόμο, που ενωνόταν με τον δρόμο Λυμπιών – Δαλιού – Λευκωσίας. Μέσω του δρόμου αυτού η απόσταση Αθηαίνου – Λευκωσία είναι 35 χλμ., ενώ η απόσταση έως την Λάρνακα μέσω Κόσιης είναι 27 χλμ. Από το 1989 η Αθηαίνου συγκοινωνεί με την Λευκωσία και την Λάρνακα και μέσω αυτοκινητόδρομου (highway) τεσσάρων λωρίδων, με τον οποίο συνδέεται δευτερεύων δρόμος από την Αθηαίνου σε σημείο κοντά στα Λύμπια. Μέσω του αυτοκινητόδρομου των τεσσάρων λωρίδων η απόσταση Αθηαίνου – Λευκωσία είναι 38 χλμ. Για την Λάρνακα η σύνδεση με τον αυτοκινητόδρομο γίνεται κοντά στην Κόσιη και η απόσταση είναι 33 χιλιόμετρα.Από το 2003 η Αθηαίνου συνδέθηκε με την Λάρνακα και μέσω δρόμου που περνά έξω από το Αβδελλερό και ενώνεται κοντά στην Αραδίππου με τον αυτοκινητόδρομο Λάρνακας – τουριστικής περιοχής Αγίας Νάπας και Παραλιμνίου.
Δρόμος ανατολικά της Αθηαίνου την συνδέει με το τουρκικό χωριό Μελούσεια (απόσταση 3,5 χλμ.) και απ’ εκεί με την Τρεμετουσιά, το Άρσος και την Λύση, όπου ενώνεται με τον παλιό δρόμο Λευκωσίας – Αμμοχώστου. Ο δρόμος Αθηαίνου – Λύσης ασφαλτοστρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Βορείως της Αθηαίνου είναι το τουρκικό χωριό Αγιά (απόσταση 3 χλμ.) και το ελληνικό Τύμπου (απόσταση 5 χλμ.) με ελαφριά απόκλιση προς τα ανατολικά το πρώτο και προς τα δυτικά το δεύτερο. Η σύνδεσή τους με την Αθηαίνου γινόταν με χωματόδρομους. Βορειοδυτικά της Αθηαίνου είναι το μεικτό χωριό Πυρόι (απόσταση 6 χλμ.) και 1 χιλιόμετρο πιο πέρα το Μαρκό. Ο δρόμος Αθηαίνου – Πυρογιού ασφαλτοστρώθηκε το 1948. Νοτιοδυτικά της Αθηαίνου είναι το τουρκικό χωριό Πετροφάνι (απόσταση 3 χλμ.) και 2 χιλιόμετρα πιο πέρα ο αρχαιολογικός χώρος της Μάλλουρας. Ο δρόμος Αθηαίνου – Πετροφανιού ασφαλτοστρώθηκε το 2004 και Πετροφανιού – Μάλλουρας το 2007. Νοτίως της Αθηαίνου είναι το Αβδελλερό (6 χλμ.) και νοτιοανατολικά οι Τρούλλοι (7 χλμ.). Ο παλιός δρόμος Αθηαίνου – Αβδελλερού ασφαλτοστρώθηκε το 2003, ενώ εκείνος προς τους Τρούλλους παρέμεινε αμαξιτός.
Ανασκαφές στην τοποθεσία Παμπουλάρι της Κουκκουννίνας, εκατόν περίπου μέτρα βορείως της Αθηαίνου, που έγιναν από την Εβραϊκή Αρχαιολογική Αποστολή, έδειξαν ότι η περιοχή της Αθηαίνου ήταν κατοικημένη τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα π.Χ. Τον 12ον αιώνα Αχαιοί από την πόλη Σικυώνα της Πελοποννήσου ίδρυσαν στην περιοχή αποικία. Αρχηγός τους ήταν ο Γόλγος, ο οποίος έδωσε και το όνομά του στην πόλη. Ερείπια της οχυρωμένης πόλης των Γόλγων βρίσκονται ένα χιλιόμετρο βορείως της Αθηαίνου. Οι Γόλγοι γνώρισαν την μεγαλύτερη ακμή τους κατά την κλασική περίοδο (5ος και 4ος αιώνες π.Χ.). Η σημαντικότερη αιτία της ακμής τους ήταν η ύπαρξη στην περιοχή ιερού της Γολγίας Αφροδίτης με πανελλήνια φήμη. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό το επίθετο Γολγία της θεάς να είναι εκείνο που έδωσε το όνομα στην πόλη. Η πόλη παρήκμασε κατά την ελληνιστική περίοδο (294 – 58 π.Χ.) μετά την πολιορκία και την κατάληψή της από τον Πτολεμαίο Α΄ στο τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. . Ο οικισμός εξακολούθησε να υπάρχει κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας (58 π.Χ. – 330 ή 395 μ.Χ.) και κατά την βυζαντινή περίοδο (330 ή 395 – 1191 μ.Χ.), άγνωστο με ποιο όνομα. Το όνομα Αθηαίνου αναφέρεται για πρώτη φορά στο «Χρονικό» του Κύπριου χρονογράφου Λεόντιου Μαχαιρά, που έζησε μεταξύ του 1360 και 1450 μ.Χ. κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας (1192 – 1489). Το όνομα Αθηαίνου παρέμεινε αμετάβλητο μέχρι σήμερα, αν και σε βενετικούς χάρτες σημειώνεται παρεφθαρμένο ως Atirna. Οι Τούρκοι ονόμασαν την Αθηαίνου Κιρατζίκιοϊ, δηλαδή χωριό των κιρατζήδων (αγωγιατών, μουλάρηδων).
Τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας η Αθηαίνου διοικητικά ανήκε στον καζά ή κατηλίκι (επαρχία) της Αμμοχώστου και στον ναχιέ (nahieh = υποδιοίκηση, διαμέρισμα) της Μεσαριάς. Αυτό ίσχυε και κατά την πρώτη δεκαετία της αγγλοκρατίας, ενώ στην συνέχεια η Αθηαίνου υπήχθη στην επαρχία Λευκωσίας και στο διαμέρισμα Deyirmenlik ή Κυθρέας. Από το 1927 η Αθηαίνου ανήκει στην επαρχία Λάρνακας.
Κατά την πρώτη απογραφή του πληθυσμού της Κύπρου που έγινε από τις Αγγλικές Αρχές το 1881 οι κάτοικοι της Αθηαίνου ήταν 1.192, από τους οποίους 573 άρρενες και 619 θήλεις.(σημείωση 2) Τα κατοικημένα σπίτια ήταν 260. Από τα χωριά του διοικητικού διαμερίσματος Μεσαριάς η Αθηαίνου ερχόταν δεύτερη σε πληθυσμό με πρώτο το Λευκόνοικο (1448 κάτοικοι, 311 σπίτια).
Στις επόμενες απογραφές και έως το 1974 η Αθηαίνου παρουσίαζε σταθερή πληθυσμιακή αύξηση ως εξής: 1891: 1367 κάτοικοι, (άρρενες 705, θήλεις 662), σπίτια 293. Από τα χωριά του διοικητικού διαμερίσματος Κυθρέας, στο οποίο ανήκε τότε, η Αθηαίνου ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη κωμόπολη με πρώτη την Κυθρέα (1653 κάτοικοι).
1901: 1569 κάτοικοι (790 άρρενες, 779 θήλεις), σπίτια 335.
1921: 2.220 κάτοικοι (1.095 άρρενες, 1.125 θήλεις), σπίτια 461.
1931: 2,451 κάτοικοι (1183 άρρενες, 1268 θήλεις), σπίτια 519. Από τους άρρενες οι 8 σημειώνονται ως μουσουλμάνοι, οι οποίοι μάλλον θα ήταν αστυνομικοί και άλλοι κυβερνητικοί υπάλληλοι ή ακόμη και Τούρκοι από γειτονικά χωριά που βρέθηκαν στην Αθηαίνου την ημέρα της απογραφής. Ότι δεν ήταν μόνιμοι κάτοικοι γίνεται φανερό από το ότι στον γυναικείο πληθυσμό της Αθηαίνου δεν περιλαμβάνεται καμιά μουσουλμάνα. Επομένως οι οχτώ μουσουλμάνοι που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αθηαίνου δεν έχουν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Οχτώ άρρενες μωαμεθανοί μεταξύ των κατοίκων της Αθηαίνου αναφέρονται και στην απογραφή του 1891. Σε άλλες απογραφές σημειώνονται πολύ λιγότεροι μωαμεθανοί. Από τα χωριά της επαρχίας Λάρνακας, στην οποία ανήκε η Αθηαίνου από το 1927, μόνο τα Πάνω Λεύκαρα είχαν μεγαλύτερο πληθυσμό (2.602 κάτοικοι), ενώ τρίτη σε πληθυσμό ερχόταν η Αραδίππου (2.373 κάτοικοι).
1946: 3.169 κάτοικοι, σπίτια 708.
1973 (ένα χρόνο πριν από την τουρκική εισβολή): 3.739 κάτοικοι.
1976: 3.390 κάτοικοι.
1982: 3.574 κάτοικοι.
1992: 3.868 κάτοικοι.
2001: 4.261 κάτοικοι.(σημείωση 3)
Στην Αθηαίνου μετά την εισβολή δημιουργήθηκε προσφυγικός συνοικισμός με 39 σπίτια.
Το 1926 η Αθηαίνου έγινε δημαρχούμενη κωμόπολη. Με αίτηση των κατοίκων της το δημαρχείο καταργήθηκε το 1935, αλλά επανιδρύθηκε το 1948. Έκτοτε λειτουργεί ανελλιπώς και αποτελεί εξόχως σημαντικόν παράγοντα της ανάπτυξης της Αθηαίνου.
Πριν από το 1974 η Αθηαίνου είχε την μεγαλύτερη παραγωγή σιτηρών παγκυπρίως. Αθηαινίτες αγρότες εκτός από τα ιδιόκτητα χωράφια καλλιεργούσαν με ενοίκιο μεγάλες εκτάσεις γης ακόμη και σε απομακρυσμένα μέρη της Κύπρου. Αυτό συνεχίστηκε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό μετά την τουρκική εισβολή, που είχε ως αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο μέρος της καλλιεργήσιμης γης της Αθηαίνου να βρεθεί υπό τουρκική κατοχή.
Μετά την Ανεξαρτησία οι περισσότεροι Αθηαινίτες αγρότες επιδόθηκαν στην μεικτή γεωργία και κτηνοτροφία. Έτσι κοντά στην ανέκαθεν αναπτυγμένη ποιμνιοτροφία αναπτύχθηκαν σε εντυπωσιακό βαθμό η αγελαδοτροφία, η χοιροτροφία και η πτηνοτροφία. Τις δεκαετίες 1940 – 1960 στην περιοχή της Αθηαίνου υπήρχαν περισσότερα αιγοπρόβατα ανά τετραγωνικό μίλι από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Κύπρου.
Η αναπτυγμένη κτηνοτροφία συμβάδιζε πάντοτε με αναπτυγμένη τυροκομία. Στην Αθηαίνου λειτούργησε το 1915 το πρώτο στην Κύπρο ευρωπαϊκό τυροκομείο. Από το 1940 ώς το 1960 λειτουργούσαν εφτά τυροκομεία στην Αθηαίνου με μερίδιο 70% στην παγκύπρια παραγωγή κεφαλοτυριού, κασκαβαλιού και χαλλουμιού.(σημείωση 4)
Περισσότερο από κάθε άλλο προϊόν το αθηαινίτικο ψωμί έκαμε ξακουστή την Αθηαίνου σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Εκτός από τους φούρνους στην ίδια την Αθηαίνου, που κάποτε έφταναν τους δέκα και εφοδίαζαν καθημερινά την αγορά με χιλιάδες ψωμιά, κουλούρια και άλλα αρτοποιήματα, φρούρνοι ή πρατήρια άρτου ανοίχτηκαν από Αθηαινίτες και σε όλες τις πόλεις και τις μεγάλες κωμοπόλεις της Κύπρου. Τα αθηαινίτικα λουκούμια του γάμου επίσης έχουν μεγάλη ζήτηση σ’ όλη την Κύπρο. Πριν από το 1974 η Αθηαίνου είχε και την μεγαλύτερη παραγωγή πουργουριού.
Η Αθηαίνου είναι και ο κυριότερος προμηθευτής των αγροτών της Κύπρου σε γεωργικά εργαλεία. Ήδη από την δεκαετία του 1950 τα μηχανουργεία της Αθηαίνου ικανοποιούσαν σχεδόν όλες τις ανάγκες των αγροτών σε άροτρα, σπορείς, λιπαντήρες, ψεκαστήρες και άλλα ακόμη γεωργικά εργαλεία. Τα αθηαινίτικα εργαλεία έχουν εκτοπίσει τα ευρωπαϊκά, επειδή είναι όχι μόνο φθηνότερα αλλά και στερεότερα και προσαρμοσμένα στις εδαφολογικές συνθήκες της Κύπρου. Μέχρι το 1974 γίνονταν και εξαγωγές των εργαλείων αυτών σε γειτονικές χώρες.
Μέχρι το 1990 άνθιζε και η βιομηχανία έτοιμων ενδυμάτων. Λειτουργούσαν στην Αθηαίνου δέκα εργοστάσια έτοιμων ενδυμάτων, ενώ Αθηαινίτες είχαν παρόμοια εργοστάσια στην Λευκωσία, την Λάρνακα και την Λεμεσό. Τα ενδύματα αυτά δεν είχαν μόνο μεγάλη ζήτηση εντός της Κύπρου, αλλά και εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες στην Λιβύη και την Αγγλία. Η παγκοσμιοποίηση και ο κατακλυσμός των αγορών με φθηνά κινέζικα προϊόντα επέφερε την καταστροφή της ανθηρής αυτής βιομηχανίας. Τον καιρό της ακμής της εργοδοτούνταν σ’ αυτήν πάρα πολλές Αθηαινίτισσες. Σε παλαιότερα χρόνια πολλές Αθηαινίτισσες επιδίδονταν στο «αθηαινίτικο πλουμί» και Αθηαινίτες κεντηματέμποροι εμπορεύονταν τα κεντήματα αυτά στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Η ύπαρξη πολλών βιοτεχνιών στην Αθηαίνου συνετέλεσε ώστε η Κυβέρνηση να ιδρύσει σε απόσταση ενός χιλιομέτρου δυτικά της Αθηαίνου βιομηχανική περιοχή, η οποία άρχισε να λειτουργεί το 1996. Αυτή εκτός από αθηαινίτικες βιομηχανικές μονάδες (εργοστάσιο γεωργικών εργαλείων, τυροκομεία, ξυλουργεία, μεταλλικές κατασκευές, ξηροί καρποί κ.ά.) έχει προσελκύσει και ξένες επιχειρήσεις, παρ’ όλο που βρίσκεται πολύ κοντά σε κατεχόμενη από τουρκικά στρατεύματα περιοχή.
Στην Αθηαίνου υπάρχουν τέσσερις μεγάλες εκκλησίες και τρεις μικρότερες. Η αρχαιότερη είναι η εκκλησία της Παναγίας Ελεούσας, που σύμφωνα με επιγραφή κτίστηκε το 1711. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου θεμελιώθηκε το 1860, του Αγίου Φωκά στις αρχές της δεκαετίας του 1880, η νέα εκκλησία της Παναγίας το 1947, το εκκλησάκι του Αγίου Λαζάρου στο κοιμητήριο το 1986, το εκκλησάκι του Αγίου Επιφανίου το 1995 και το εκκλησάκι του Αγίων Αποστόλων στην Κλεάνθειο Κοινοτική Στέγη Ηλικιωμένων το 2008.
Στην Αθηαίνου λειτουργούν βρεφοπαιδοκομικός σταθμός, νηπιαγωγείο, δύο δημοτικά σχολεία και τριτάξιο γυμνάσιο. Στην πνευματική και αισθητική καλλιέργεια των κατοίκων συμβάλλουν ακόμη το Καλλινίκειο Δημοτικό Μουσείο, που στεγάζεται στο δημοτικό μέγαρο, η Δημοτική Βιβλιοθήκη, το Κωνσταντινελένειο Κέντρο Ενηλίκων και δύο ιδιωτικά εργαστήρια Τέχνης.
Η Αθηαίνου παρουσιάζει έντονη πολιτιστική ζωή. Κύριοι φορείς πολιτιστικών δραστηριοτήτων είναι ο Δημοτικός Πολιτιστικός Όμιλος, ο Πολιτιστικός Όμιλος ΡΕΑ και ο Πολιτιστικός Όμιλος ΜΑΛΛΟΥΡΑ με χορωδίες καθώς και χορευτικά και θεατρικά τμήματα. Σημαντική είναι και η παρουσία της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως Τρεμιθούντος. Εκτός από τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού μεγάλη στήριξη στους πολιτιστικούς ομίλους παρέχουν και το Δημαρχείο και η ΣΠΕ Αθηαίνου. Το Δημαρχείο προσφέρει αίθουσές του και για εκθέσεις έργων τέχνης καθώς και για διαλέξεις.
Σημαντική είναι και η αθλητική κίνηση με κύριους φορείς τα ιστορικά αθλητικά σωματεία ΟΘΕΛΛΟΣ και ΟΡΦΕΑΣ και την Ένωση Νέων Αθηαίνου.
Η Αθηαίνου ευτύχησε να έχει πολλούς ευεργέτες, σπουδαιότεροι από τους οποίους είναι οι Χατζηκωστάντινος Λύτρας, Μιχαήλ Γεωργίου, Καλλίνικος Σταυροβουνιώτης και Νίκος Μουγιάρης.
Στον τομέα της ασφάλειας η Αθηαίνου εξυπηρετείται από τον Αστυνομικό Σταθμό Αθηαίνου, ο οποίος έχει εγκαθιδρυθεί εδώ από το 1905. Στεγαζόταν σε ενοικιαζόμενο σπίτι ώς το 1946, χρονιά κατά την οποία μεταφέρθηκε σε ιδιόκτητο κτίριο, που ανήγειρε η Κυβέρνηση με δαπάνη 4.000 λιρών (σημείωση 5) στο δυτικό άκρο παρακαμπτήριου τότε δρόμου στα βόρεια του χωριού, της σημερινής λεωφόρου Γρίβα-Διγενή. Από το 1945 λειτουργεί και νοσοκομείο στην Αθηαίνου. Μέχρι το 1960 στεγαζόταν σε ενοικιαζόμενο σπίτι, ενώ από την χρονιά εκείνη λειτουργεί σε δικό του κτίριο εντός του «Φυτωρίου», ενός κτήματος που δώρισε ο Χατζηκωστάντινος Λύτρας στην κοινότητά του. Η κοινότητα εξυπηρετείται και από ιδιωτικούς γιατρούς και ιδιωτικά φαρμακεία, ενώ σε ιδιωτικά χημεία μπορούν να γίνουν παντός είδους αναλύσεις. Εξάλλου μεγάλης ηλικίας άτομα μπορούν να βρουν φροντίδα στην Κλεάνθειο Κοινοτική Στέγη, που είναι ένα από τα καλύτερα μέλαθρα ευγηρίας στην Κύπρο, και να εξυπηρετηθούν ακόμη και από το Κωνσταντινελένειο Κέντρο Ενηλίκων. Τρίτη κυβερνητική υπηρεσία εντός της Αθηαίνου είναι το ταχυδρομικό κέντρο, το οποίο λειτουργεί από την δεκαετία του 1950. Ο αστυνομικός σταθμός, το νοσοκομείο και το ταχυδρομείο μέχρι το 1974 εξυπηρετούσαν και τα γύρω χωριά.
Οι κάτοικοι της Αθηαίνου μπορούν να βρουν στην κωμόπολή τους σχεδόν όλες τις υπηρεσίες και όλα τα καταναλωτικά αγαθά που υπάρχουν στις πόλεις. Σε όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως μπορούν να προστεθούν τράπεζες, με αρχαιότερη και σπουδαιότερη την Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αθηαίνου, που αποτελεί τον οικονομικό στυλοβάτη της Κοινότητας, δικηγορικά και κτηματομεσιτικά γραφεία, ταβέρνες, εστιατόρια, καφετέριες και αίθουσες δεξιώσεων, στεγνοκαθαριστήρια, συνεργεία και πλυντήρια αυτοκινήτων, κουρεία, κομμωτήρια και ινστιτούτα αισθητικής, βιβλιοπωλεία, γυμναστήρια και κολυμβητήρια, υπεραγορές και παντός είδους καταστήματα. Όλα αυτά συντελούν ώστε η Αθηαίνου, ενώ είναι ένα μεγάλο αγροτικό κέντρο, να έχει χαρακτηριστικά πόλεως.
Η Αθηαίνου, αν και από τον Αύγουστο του 1974 βρίσκεται σε λαβίδα των τουρκικών στρατευμάτων, με ελεύθερο ορίζοντα μόνο στα νότια και με τα πιο κοντινά τουρκικά φυλάκια στην ακρόπολη των Γόλγων στα βόρεια, ένα μόλις χιλιόμετρο μακριά, είναι μια κωμόπολη που σφύζει από ζωή χάρη στους εργατικούς και δημιουργικούς κατοίκους της και στην πολυποίκιλη και σταθερή στήριξή της από όλες τις κυπριακές κυβερνήσεις.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
[1] Μεσαριά (η), στην κυπριακή διάλεκτο Μεσαρκά. Παλαιότερα, Μεσαριά ονομαζόταν ολόκληρη η κεντρική πεδιάδα της Κύπρου, που εκτείνεται από τον κόλπο της Αμμοχώστου έως τον κόλπο του Μόρφου. Αργότερα επικράτησε να λέγεται Μεσαριά μόνο το τμήμα ανατολικά της Λευκωσίας, ενώ το δυτικό τμήμα ονομάζεται πεδιάδα του Μόρφου. (Βλέπε: Γιώργου Καρούζη α) Γεωγραφία της Κύπρου. Στράβων, Λευκωσία 1979, σ. 202 – 210 β) Σύγχρονη Γεωγραφία της Κύπρου, τ.1. Σέλας, Λευκωσία 1997, σ. 53 – 55). Οι λόγιοι, με πρώτο τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό, συγγραφέα του βιβλίου Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, ονόμασαν την κεντρική πεδιάδα Μεσαορία ως ευρισκόμενη στο μέσο ορέων, δηλαδή των οροσειρών του Πενταδακτύλου και του Τροόδους. Ωστόσο λανθασμένα έχει εκληφθεί ως δεύτερο συνθετικό της Μεσαριάς η λέξη όρος. Με το όνομα Μεσαριά συναντούμε χωριά στα ελληνικά νησιά Άνδρο, Σύρο, Σαντορίνη και Κέρκυρα, ενώ η μεγαλύτερη πεδιάδα της Κρήτης ονομάζεται Μεσαρά (η). Ο μεγάλος Έλληνας γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζηδάκις ετυμολογεί το Μεσαριά από το «μεσάρης», θηλυκό του οποίου είναι η μεσαρέα – μεσαριά. Πιθανή είναι και η ετυμολογία από το «μέσα μεριά», που σημαίνει μέρος που βρίσκεται στην ενδοχώρα. Ωστόσο η λανθασμένη ονομασία Μεσαορία για την κεντρική πεδιάδα της Κύπρου έχει επικρατήσει πλήρως.
[2] Report on the Census of Cyprus, 1881, with Appendix, by Frederick W. Barry … London 1884, p.21. Ωστόσο στην σ.8 εντελώς λανθασμένα αναφέρεται ότι οι κάτοικοι ήταν 1920. Αυτό οδήγησε τον Barry και σε δεύτερο σφάλμα, ότι δηλ. η αναλογία κατοίκων ανά οικία ήταν 7,4 (1920 κάτοικοι : 260 οικίες) και ότι τα σπίτια της Αθηαίνου ήταν τα πιο πυκνοκατοικημένα σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Ολόκληρος ο πληθυσμός της Κύπρου το 1881 ήταν 186.173 πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των Βρετανών στρατιωτικών και όσων επέβαιναν σε εμπορικά πλοία στα λιμάνια του νησιού. Όλα τα στοιχεία που δίνονται στην συνέχεια για την Αθηαίνου έως την απογραφή του 1946 βασίζονται στα Census που δημοσίευαν οι Βρετανοί κάθε δέκα χρόνια.
[3] Εκτός από τα στοιχεία του 1992, που λήφθηκαν από το βιβλίο «Απογραφή Πληθυσμού 1992, τ.1, Γενικά και Δημογραφικά Χαρακτηριστικά», Τμήμα Στατιστικής και Ερευνών, Υπουργείο Οικονομικών, Λευκωσία 1994, τα υπόλοιπα στοιχεία έχουν ληφθεί από την Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαιδεία, τ.1, λήμμα Αθηένου.
[4] Jack C. Goodwin, An historical Toponymy of Cuprus. Fifth edition 1985, vol. 1, p.260.
[5] Φάκελος SA/827/1945, p. 21, 23 red, Κρατικό Αρχείο Κύπρου.
«Ετυμολογία του ονόματος Αθηένου»
Η πρώτη γνωστή γραπτή πηγή, στην οποία γίνεται αναφορά στην Αθηαίνου, είναι το Χρονικόν του Λεόντιου Μαχαιρά, ο οποίος έζησε επί Φραγκοκρατίας, μεταξύ των ετών 1360 και 1450.
Τρεις είναι οι σοβαρότερες ετυμολογίες του ονόματος Αθηαίνου. Σύμφωνα με αυτές η ονομασία Αθηαίνου είναι κυριώνυμο, δηλαδή όνομα που φανερώνει τον κύριο, τον ιδιοκτήτη, τον οικιστή ενός τόπου.
Παλιοί λόγιοι θεωρούσαν ότι ο οικιστής ήταν κάποιος Αθηναίος (καταγόταν δηλαδή από την Αθήνα) ή κάποιος που ονομαζόταν Αθήναιος και ότι με αναγραμματισμό αυτού του ονόματος προήλθε σε γενική πτώση η Αθηαίνου: τα κτήματα του Αθηναίου, τα κτήματα του Αθηαίνου, η κώμη του Αθηαίνου, η Αθηαίνου. Έτσι η Αθηαίνου γραφόταν με ήτα (η) και άλφα γιώτα (αι) και η γραφή αυτή επικράτησε για περισσότερο από έναν αιώνα.
Ο μεγάλος φιλόλογος και καθηγητής στα πανεπιστήμια του Λονδίνου και της Αθήνας Σίμος Μενάρδος υπέθεσε ότι κύριος της γης και οικιστής της Αθηαίνου ήταν κάποιος Αθηνογένης: τα κτήματα του Αθη(νο)γένους, του Αθη(γ)ένου(ς), του Αθηένου, η κώμη του Αθηένου, η Αθηένου. Γι’ αυτό πρότεινε τον ορθογραφία ήτα (η) και έψιλον (ε).
Ο Κύπριος γλωσσολόγος Μενέλαος Χριστοδούλου εικάζει ότι οικιστής της Αθηαίνου ήταν κάποιος Φράγκος που ονομαζόταν Etienne (Ετιέν), που είναι γαλλική απόδοση του ελληνικού ονόματος Στέφανος. Από το Etienne ή παραλλαγές αυτού του ονόματος, όπως Tenot, Thenot, Tienot, Thienot, προέκυψε το εξελληνισμένο Ετιένος ή Αθιένος. Σύμφωνα με την εικασία αυτή, τα οικήματα αυτού του Φράγκου Αθιένου, που είχε κτήματα στην περιοχή, αποτέλεσαν τον πυρήνα του χωριού Αθιένου: Τα κτήματα και οικήματα του Αθιένου, η κώμη του Αθιένου, η Αθιένου. Με βάση την ετυμολογία αυτή ο Μενέλαος Χριστοδούλου πρότεινε την ορθογραφία γιώτα (ι) και έψιλον (ε). Η γραφή Αθιένου έχει περάσει στο βιβλίο A Complete Gazeteer of Cyprus, δηλαδή το Πλήρες Τοπωνυμικόν Λεξικόν της Κύπρου, το οποίο έχει γραφτεί από το Μενέλαο Χριστοδούλου, πρόεδρο της Μόνιμης Κυπριακής Επιτροπής Τυποποιήσεως Γεωγραφικών Ονομάτων και έχει κατατεθεί από την Κυπριακή Κυβέρνηση στα Ηνωμένα Έθνη.
Γιάννης Λάμπρου, Iστορικός
ΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΑΙΝΟΥ - Σταθμοί στην Ιστορία του
3.12.1922: Εβδομήντα κάτοικοι της Αθηαίνου με επιστολή που φέρει την υπογραφή τους ζητούν από τον Μέγαν Αρμοστή (Κυβερνήτη της Κύπρου) σερ Μάλκολμ Στήβενσον την ίδρυση δημαρχείου στην κοινότητά τους. Ο Aρμοστής απορρίπτει το αίτημά τους, επειδή θεώρησε ότι τα έσοδα του δημαρχείου, όπως τα παρουσίασαν οι κοινοτικές αρχές, θα ήταν ανεπαρκή.
28.10.1924: Ο μουχτάρης Ιάκωβος Ν. Ιακωβίδης και οι αζάδες Κώστας Κουρσάρης, Σταύρος Μ. Σάκκαλος και Χαράλαμπος Χωματένος με επιστολή τους προς τον Μέγαν Αρμοστή ανανεώνουν την αίτηση για ίδρυση δημαρχείου στην Αθηαίνου.
29.1.1925: Η Αθηαίνου με διάταγμα του Μεγάλου Αρμοστή ανακηρύσσεται σε Δήμο, όμως οι δημοτικές εκλογές αναβάλλονται για τον Μάρτιο του 1926.
Μάρτιος 1926: Υποψηφιότητα υποβάλουν μόνο οχτώ άτομα, όσες ακριβώς ήταν και οι θέσεις για δημοτικούς συμβούλους, που ο Κυβερνήτης είχε εγκρίνει για την Αθηαίνου. Έτσι και τα οχτώ αυτά άτομα ανακηρύσσονται δημοτικοί σύμβουλοι, χωρίς να χρειαστεί να διεξαχθούν εκλογές.
6.4.1926: Πρώτη συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου, κατά την οποία ανακηρύσσεται παμψηφεί δήμαρχος ο Ιωάννης Αντωνίου Λύτρας και αντιδήμαρχος ο Γεώργιος Χατζηγιαννακού. Τα απλά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου: Παναγιώτης Γ. Λύτρας, Κώστας Φ. Χατζηγιάννης, Ευέλθων Ν. Ιακωβίδης, Χριστόδουλος Γ. Λαμπασκής, Μιχαήλ Χατζηχριστόφης και Χαρίδημος Ι. Χατζηχάρος. Η 6η Απριλίου 1926 μπορεί να θεωρηθεί ως η γενέθλια μέρα του Δημαρχείου της Αθηαίνου.
21.5.1927: Κατόπιν αιτήσεως του Δημοτικού Συμβουλίου διεξάγεται δημοψήφισμα, κατά το οποίο 426 κάτοικοι ζητούν την υπαγωγή της Αθηαίνου στην επαρχία της Λάρνακας, ενώ μέχρι τότε η κωμόπολη ανήκε στην επαρχία Λευκωσίας. Το Δημοτικό Συμβούλιο είχε δώσει πίστη στις υποσχέσεις του μεγάλου ευεργέτη Μιχαήλ Γεωργίου και του δημάρχου Λάρνακας Δημητρίου Ν. Δημητρίου (Μάτσα), ότι, αν η Αθηαίνου υπαγόταν στη επαρχία της Λάρνακας, θα ικανοποιείτο πιο εύκολα το αίτημα των κατοίκων να κατασκευαστεί ασφαλτοστρωμένος δρόμος, που θα ένωνε την Λευκωσία με την Λάρνακα μέσω Πυροΐου – Αθηαίνου – Αβδελλερού και Αραδίππου. Μόνο ένας κάτοικος ψήφισε υπέρ της παραμονής της Αθηαίνου στην επαρχία Λευκωσίας. Έτσι την 1η Σεπτεμβρίου 1927 η Αθηαίνου προσαρτήθηκε στην επαρχία Λάρνακας μαζί με το γειτονικό χωριό Πετροφάνι.
23.3.1929: Στις δημοτικές εκλογές κατέρχονται δύο συνδυασμοί. Κερδίζουν και οι οχτώ υποψήφιοι του συνδυασμού του Ιωάννη Λύτρα και καταρτίζονται σε σώμα ως εξής:
Δήμαρχος : Ιωάννης Αντ. Λύτρας. Αντιδήμαρχος: Γεώργιος Χατζηγιαννακού. Απλά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου: Χαρίδημος Ι. Χατζηχάρος, Παναγιώτης Γ. Λύτρας, Χρυσόστομος (Χρυσός) Β. Φιάκκου, Κώστας Φ. Χατζηγιάννη, Χριστόδουλος Γ. Λαμπασκής, Πέτρος Παπακωνσταντίνου.
28.8.1930: Ο δήμαρχος Ιωάννης Λύτρας παραιτείται και τον διαδέχεται ο Χαρίδημος Χατζηχάρος.
12.12.1932: Δήμαρχος αναδεικνύεται ο Σωτήρης Σταύρου Μεστάνας στην θέση του Χαρίδημου Χατζηχάρου, ο οποίος παραιτήθηκε.
9.3.1935 : 303 κάτοικοι Αθηαίνου, με επικεφαλής τον πρώτο δήμαρχο Ιωάννη Λύτρα με επιστολή τους προς τον Κυβερνήτη σερ Χέρμπερτ Ρίτσμοντ Πάλμερ, ζητούν την κατάργηση του Δημαρχείου, με την δικαιολογία ότι είναι λίγα τα έσοδά του και δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του. Ανταποκρινόμενος στο αίτημα των κατοίκων ο Κυβερνήτης με διάταγμά του καταργεί το Δημαρχείο της Αθηαίνου την 1η Απριλίου 1935.
30.11.1942: 523 κάτοικοι Αθηαίνου με επικεφαλής τον μουχτάρη Κυριάκο Μεστάνα με επιστολή προς τον Κυβερνήτη σερ Τσαρλς Κάμπελ Γούλεϊ υποβάλλουν αίτηση για επαναλειτουργία του Δημαρχείου. Η αίτηση απορρίπτεται, όμως οι πιέσεις προς την Κυβέρνηση συνεχίζονται ώς το 1947. Αποκορύφωμα των πιέσεων ήταν συλλαλητήριο που έγινε στις 14.12.1947. Οργανωτής του συλλαλητηρίου και ομιλητής σ’ αυτό ήταν ο Μελής Ζαχαριάδης, ο οποίος από το 1942 πρωταγωνιστούσε στην επανασύσταση του Δημαρχείου. Τελικά ο Κυβερνήτης Ρέτσιναλντ Φλέτσερ, λόρδος Γουίνστερ, συναινεί στην επαναλειτουργία του Δημαρχείου.
23.5.1948: Πρώτες εκλογές μετά την κυβερνητική απόφαση για επανασύσταση του Δημαρχείου Αθηαίνου. Τις εννιά θέσεις στο Δημοτικό Συμβούλιο διεκδικούν: α) Ο συνδυασμός της Δεξιάς με επικεφαλής τον Παναγιώτη Κουμενή, που υποστηριζόταν από τον Γεωργικό Σύλλογο ΡΕΑ. β) Ο συνδυασμός των Ριζοσπαστών με επικεφαλής τον Μελή Ζαχαριάδη. Η Αριστερά της Αθηαίνου κάλεσε τους οπαδούς της να ψηφίσουν τους Ριζοσπάστες, αλλά να καταψηφίσουν τον αρχηγό τους, Μελή Ζαχαριάδη. Τις εκλογές κέρδισε ο συνδυασμός του Παναγιώτη Κουμενή, τον οποίο το Δημοτικό Συμβούλιο ανέδειξε δήμαρχο, ενώ αντιδήμαρχο ανέδειξε τον Ανδρέα Χατζηθεοχάρους. Απλά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου αναδείχτηκαν: Λούκας Βαρνάβα, Ιωάννης Μ. Κραμβής, Παναγιώτης Κ. Δράκου, Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Φίλιππος Πατσαλής, Τουμάζος Σουμμάκης, Κώστας Ι. Ζαννέτου. Εκτός από τον Ιωάννην Κραμβήν, που ήταν Ριζοσπάστης, όλοι οι υπόλοιποι ανήκαν στον συνδυασμό του Παναγιώτη Κουμενή.
10.5.1953: Δημοτικές εκλογές: Εκλέγονται και οι εννιά υποψήφιοι του συνδυασμού του Παναγιώτη Κουμενή, που υποστηρίχτηκε ξανά από τον Αγροτικό Σύλλογο ΡΕΑ. Αντίπαλος συνδυασμός ήταν εκείνος της Αριστεράς. Δήμαρχος αναδείχτηκε ξανά ο Παναγιώτης Κουμενής και αντιδήμαρχος ο Ανδρέας Χατζηθεοχάρους. Δημοτικοί Σύμβουλοι αναδείχτηκαν: Νίκος Βύζακος, Λούκας Βαρνάβα, Νικόλας Κ. Χατζηγιαννακού, Μιχαλάκης Κ. Ιωσηφίδης, Κώστας Γ, Ηρακλέους, Παναγιώτης Δράκος, Πέτρος Χριστοφόρου.
Εξαιτίας του αγώνα της ΕΟΚΑ (1.4.1955 – 19.2.1959) δεν έγιναν άλλες δημοτικές εκλογές και η δημαρχία του Παναγιώτη Κουμενή παρατάθηκε ώς το τέλος της Αγγλοκρατίας.
Μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1959 και την δημιουργία, εκτός από την Βουλή των Αντιπροσώπων, και δύο κοινοτικών βουλών, δηλαδή της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης Κύπρου και της Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης Κύπρου, ο Παναγιώτης Κουμενής αναδείχτηκε βουλευτής της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης και παραιτήθηκε από το αξίωμα του Δημάρχου Αθηαίνου. Δήμαρχος έγινε ο μέχρι τότε αντιδήμαρχος Ανδρέας Χατζηθεοχάρους, ενώ αντιδήμαρχος αναδείχτηκε ο Μιχαλάκης Κ. Ιωσηφίδης.
Ένεκα της πολιτικής ανωμαλίας που προκλήθηκε από την τουρκοκυπριακή ανταρσία (Δεκέμβριος 1963) και την τουρκική εισβολή (Ιούλιος – Αύγουστος 1974), για 26 περίπου χρόνια μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν διεξήχθησαν δημοτικές εκλογές και η δημαρχία του Ανδρέα Χατζηθεοχάρους, με διακοπή δύο περίπου χρόνων (Ιανουάριος 1963 – Δεκέμβριος 1964), παρατάθηκε ώς τον Μάιο του 1986. Σ’ όλο αυτό το διάστημα αντιδήμαρχος παρέμεινε ο Μιχαλάκης Ιωσηφίδης, ενώ τα απλά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν οι Ανδρέας Τουμάζου, Κώστας Ευθυμίου και Χαράλαμπος Κουτσουλλής. Τον Κώστα Ευθυμίου, που παραιτήθηκε το 1973, αντικατέστησε ο Κωσταντός Ηλία Χειμώνας, και τον Χαράλαμπο Κουτσουλλή, που μετανάστευσε στην Αυστραλία μετά την τουρκική εισβολή, αντικατέστησε τον Δεκέμβριο του 1981 ο Ιωάννης Παυλίδης.
25.5.1986: Δημοτικές εκλογές. Σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε το 1985, ο δήμαρχος εκλέγεται απευθείας από τους δημότες, ενώ οι δημοτικοί σύμβουλοι εκλέγονται με το αναλογικό σύστημα και όχι με το πλειοψηφικό, όπως ίσχυε επί αποικιοκρατίας. Δήμαρχος εκλέγεται ο Κώστας Φ. Σάκκαλος, που υποστηρίχτηκε από τον Δημοκρατικό Συναγερμό (ΔΗΣΥ). Τι έξι θέσεις των δημοτικών συμβούλων διεκδίκησαν τέσσερις συνδυασμοί, που υποστηρίχτηκαν από τα κόμματα ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ–Αριστερά, ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ. Εκλέχτηκαν: Ιωνάς Παπαπέτρου και Ολυμπιάδα Βύζακου (ΔΗΣΥ), Σταύρος Κασούμης και Ιωάννης Ζορπάς (ΑΚΕΛ – Αριστερά), Λούκας Βαρνάβα (ΔΗΚΟ) και Κώστας Χατζηπιερή (ΕΔΕΚ). Αντιδήμαρχος ψηφίστηκε σε συνεδρία του Δημοτικού Συμβουλίου ο Ιωνάς Παπαπέτρου.
22.12.1991: Δημοτικές εκλογές. Δήμαρχος εκλέγεται ο Παναγιώτης Πέτρου Κουμής, ο οποίος υποστηρίχτηκε από τα κόμματα ΑΚΕΛ και ΕΔΕΚ. Δημοτικοί Σύμβουλοι: Κώστας Ροκόπου και Κώστας Σταυρινού (ΔΗΣΥ), Ανδρούλα Έλληνα και Γεώργιος Σέργη (ΑΚΕΛ), Σπύρος Παπαουής (ΔΗΚΟ) και Μιχάλης Παπούτσας (ΕΔΕΚ). Αντιδήμαρχος: Γεώργιος Σέργη.
15.12.1996: Δημοτικές εκλογές. Δήμαρχος εκλέγεται ξανά ο Παναγιώτης Κουμή, ο οποίος υποστηρίχτηκε και πάλι από τα κόμματα ΑΚΕΛ και ΕΔΕΚ. Οι δημοτικοί σύμβουλοι αυξήθηκαν από έξι σε οχτώ και ήταν οι εξής: Μιχάλης Μαλλουρής, Ιωάννης Ζαννετή και Γεώργιος Παστού (ΔΗΣΥ), Γεώργιος Σέργη και Ανδρούλα Έλληνα (ΑΚΕΛ), Αχιλλέας Αχιλλέως και Ανδρέας Αντωνίου (ΔΗΚΟ) και Μιχάλης Παπούτσας (ΕΔΕΚ). Αντιδήμαρχος: Αχιλλέας Αχιλλέως.
16.12.2001: Δημοτικές εκλογές. Δήμαρχος εκλέγεται ο Γαβριήλ Καζάζης, που υποστηρίχτηκε από τον ΔΗΣΥ. Δημοτικοί σύμβουλοι: Μιχάλης Α. Καηλάς και Γεωργία Χατζηθεοχάρους (ΔΗΣΥ), Κυριάκος Παμπόρης και Αλκιβιάδης Τράχιλος (ΑΚΕΛ), Δημήτρης Ζαννετίδης και Μαρία Παπουή (ΔΗΚΟ), Μιχάλης Παπούτσας (ΚΙΣΟΣ = ΕΔΕΚ), και Γεώργιος Παστού (Νέοι Ορίζοντες). Τον Δημήτρη Ζαννετίδη, που παραιτήθηκε, αντικατέστησε ο Κώστας Καζαμίας (Παρτζίλης). Αντιδήμαρχος: Μιχάλης Παπούτσας.
17.12.2006: Δημοτικές εκλογές. Δήμαρχος εκλέγεται ο Σπύρος Παπουή, που υποστηρίχτηκε από το ΔΗΚΟ, το ΑΚΕΛ και την ΕΔΕΚ. Δημοτικοί σύμβουλοι: Σωτήρης Ζορπάς, Γεώργιος Παστού και Δημήτρης Φιάκκου (ΔΗΣΥ), Κυριάκος Παμπόρης και Θεόκλητος Ζορπάς (ΑΚΕΛ), Θρασύβουλος Παπαζαχαρίου και Ελένη Καζάζη (ΔΗΚΟ) και Μιχάλης Παπούτσας (ΕΔΕΚ). Αντιδήμαρχος: Κυριάκος Παμπόρης.
18.12.2011: Δημοτικές εκλογές. Δήμαρχος εκλέγεται ο Δημήτρης Παπαπέτρου, που υποστηρίχτηκε από τον ΔΗΣΥ. Δημοτικοί σύμβουλοι: Μιχάλης Α. Καηλάς, Σάββας Μαγκλής, Παρασκευή (Βίβια) Καραγιάννη και Ανδρέας Βουρής (ΔΗΣΥ), Κυριάκος Παμπόρης και Σωτήρης Καδής (ΑΚΕΛ), Θρασύβουλος Παπαζαχαρίου (ΔΗΚΟ) και Μιχάλης Παπούτσας (ΕΔΕΚ). Αντιδήμαρχος: Μιχάλης Παπούτσας. Τον αποβιώσαντα Μιχάλη Καηλά αντικατέστησε ο Γεώργιος Παστού.
18.12.2016: Δημοτικές εκλογές: Δήμαρχος εκλέγεται ο Κυριάκος Κώστα Καρεκλάς. Δημοτικοί σύμβουλοι: Παύλος Σπύρου, Γεώργιος Παστού και Δέσποινα Παστού (ΔΗΣΥ), Πέτρος Κολιάς και Ανδρέας Χατζηκυπριανού (ΑΚΕΛ), Ελευθέριος Κόλοκος και Αντώνης Τουλούπης (ΕΔΕΚ) και Μαρία Παπουή (ΔΗΚΟ). Αντιδήμαρχος: Γεώργιος Παστού.
Δημοτικοί γραμματείς μετά την επαναλειτουργία του Δημαρχείου το 1948: Παναγιώτης Ι. Παυλίδης (Μάιος 1948 – 1979), Ανδρέας Παπαϊωάννου (1980 – Απρίλιος 2002), Νατάσα Γεωργίου-Καρούσιου (Οκτώβριος 2004 – σήμερα). Μεταξύ Απριλίου 2002 και Οκτωβρίου 2004 χρέη δημοτικού γραμματέα εκτελούσε η Δέσποινα Πάντζιαρου-Γεωργίου.
Η συμβολή του Δημαρχείου στην πρόοδο της Αθηαίνου είναι ανεκτίμητη. Για τις δραστηριότητες του Δημαρχείου από τη ιδρύσεώς του μέχρι σήμερα βλέπε: α) Γιάννης Κ. Λάμπρου, Κεφάλαια από την Ιστορία και την Κοινωνία της Αθηαίνου, σελίδες 242-332. β) Τεύχη της εφημερίδα του Δήμου, ΑΘΗΕΝΟΥ.
Γιάννης Λάμπρου – Ιστορικός